- Κορσική
- (γαλλ. Corse, ιταλ. Corsica). Νησί (8.680 τ. χλμ., 260.196 κάτ. το 1999) της νότιας Ευρώπης, το τέταρτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Διοικητικά αποτελεί διαμέρισμα της Γαλλίας, που διαιρείται σε δύο νομούς, την Άνω Κ. (Haute Corse, με πρωτεύουσα την Μπαστιά) και την Κ. του Νότου (Corse du Sud). Πρωτεύουσα της Κ. είναι η πόλη Αγιάτσο (Αιάκιο, βλ. λ.). Το νησί βρίσκεται Β της Σαρδηνίας, από την οποία τη χωρίζει ο πορθμός του Μπονιφάτσιο. Το έδαφος είναι ορεινό και η ψηλότερη κορυφή φτάνει τα 2.710 μ. στο Μόντε Τσίντο, στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Οι οροσειρές κατά μεγάλο μέρος κατευθύνονται από ΒΑ προς ΝΔ. Όμως, ενώ με τις ακρότατες διακλαδώσεις τους δημιουργούν τη δαντελωτή και πλούσια σε μυχούς και όρμους δυτική ακτή (κόλποι του Σαν Φιορέντσο, του Πόρτο, της Σαγκόνε, του Αγιάτσο και του Βαλίνκο), στα Α αφήνουν μια χαμηλή, ευθύγραμμη και συχνά βαλτώδη παραλιακή λωρίδα (πεδιάδα της Αλέρια). Προς Β προεκτείνεται μια χερσόνησος, που διασχίζεται από μια οροσειρά (Σέρα) και καταλήγει στο ακρωτήριο Κόρσο. Επίσης, στην Κ. υπάρχουν τα Καλάνς (Calanches) –ένας σχηματισμός από γρανιτένιες κορυφές, οι οποίες λόγω της διάβρωσης έχουν αποκτήσει περίεργες μορφές που μοιάζουν με μυθικά πλάσματα– σταλακτιτικά σπήλαια και το φυσικό πάρκο Parc de la Corse. Τα Καλάνς, καθώς και η οικολογικά προστατευόμενη περιοχή Σκάντολα και οι χερσόνησοι Πόρτο και Τζιρολάτα ανακηρύχθηκαν από την ΟΥΝΕΣΚΟ μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς (1983).
Οι ποταμοί της Κ. είναι ασήμαντοι είτε λόγω του μικρού μήκους τους είτε εξαιτίας του χειμαρρώδους χαρακτήρα τους. Οι κυριότεροι είναι ο Γκόλο, ο Ταβινιάνο και ο Σολεντσάρα, στην ανατολική πλευρά, και ο Γκραβόνε (που εκβάλλει κοντά στο Αγιάτσο), ο Ταράβο και ο Ριτζανέζε στη δυτική. Το κλίμα είναι μεσογειακό. Η αυτοφυής βλάστηση αποτελείται από τα τυπικά θαμνώδη και χαμηλόκορμα δέντρα, ενώ οι περιοχές που βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο καλύπτονται από καστανιές και δάση κωνοφόρων.
Η οικονομία της Κ. βασίζεται, παραδοσιακά, στη γεωργία (καλλιεργούνται δημητριακά, αμπέλια, ελιές, εσπεριδοειδή και οπωροκηπευτικά), στην κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα) και σε ορισμένες βιομηχανίες, όπως τυροκομεία, ελαιουργεία, εγκαταστάσεις κονσερβοποιίας, αλιεία, παραγωγή κρασιών, λατόμηση γρανίτη και μαρμάρου κ.ά. Σε διαρκή άνοδο βρίσκεται ο τουρισμός στην Κ., όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις κατάλληλες για μεγάλη γκάμα δραστηριοτήτων, από σκι μέχρι καταδύσεις.
Επίσημη γλώσσα του νησιού είναι η γαλλική, αλλά χρησιμοποιούνται αρκετά η ιταλική και η κορσικανική διάλεκτος. Εξάλλου, παρότι πολιτικά το νησί ανήκει στη Γαλλία, διατηρεί από το παρελθόν στενούς δεσμούς με την Ιταλία. Χαρακτηριστική είναι η συνήθεια της βεντέτας ανάμεσα σε οικογένειες ή φυλές, η οποία κληροδοτείται από γενιά σε γενιά και συχνά καταλήγει σε αιματηρές επιθέσεις και δολοφονίες. Παρότι η βεντέτα έχει περιοριστεί στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού, διατηρείται σε αρκετές περιοχές της ενδοχώρας.
Εκτός από την πρωτεύουσα Αγιάτσο (το Αιάκιο των αρχαίων) –γενέτειρα του Μεγάλου Ναπολέοντα– σημαντικό κέντρο είναι η Μπαστιά, έδρα των κυριότερων βιομηχανιών και λιμάνι με ζωηρή κίνηση στο Τυρρηνικό πέλαγος. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή, στους πρόποδες της Σέρα, και διαθέτει επιβλητικό φρούριο, το οποίο περιβάλλεται από γενοβέζικα τείχη (15ου και 16ου αι.) Άλλα σημαντικά κέντρα είναι η Αλέρια, αγροτική κωμόπολη στην ομώνυμη πεδιάδα, την οποία διασχίζει ο ποταμός Ταβινιάνο, η Κόρτε, επίσης πάνω στον Ταβινιάνο, η οποία ήταν έδρα της αυτόνομης κυβέρνησης του Πασκουάλε Πάολι (1755-69), το Μπονιφάτσιο, σκαρφαλωμένο σε βραχώδες πλάτωμα απέναντι από την ακτή της Σαρδηνίας, στον ομώνυμο πορθμό, η Σαρτένε, γραφική κωμόπολη με μεσαιωνικό χαρακτήρα στα Ν του νησιού και το Κάλβι, λουτρόπολη και θέρετρο, στον ομώνυμο κόλπο της βορειοδυτικής ακτής.
Ιστορία. Η Κ., σημείο προσόρμισης των αρχαιότερων ναυτικών λαών της Μεσογείου (στο νησί είχαν εγκατασταθεί Έλληνες, προερχόμενοι από τα νησιά του Ιονίου, ήδη από το 550 π.Χ.), για μεγάλο χρονικό διάστημα διατηρούσε σχέσεις με τους Ετρούσκους και τους Καρχηδονίους και αργότερα με τους Ρωμαίους (3ος αι. π.Χ.). Οι τελευταίοι αρχικά την είχαν προσαρτήσει διοικητικά στη Σαρδηνία, ενώ αργότερα, επί Διοκλητιανού, την όρισαν αυτόνομη επαρχία. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την κατέλαβαν διαδοχικά οι Βάνδαλοι, οι Βυζαντινοί (μεταξύ 6ου και 8ου αι.) και τέλος οι Λομβαρδοί. Ο Πιπίνος τη χάρισε στην Καθολική Εκκλησία, η οποία ανέθεσε τη διοίκησή της κατά τον 12o αι. στον αρχιεπίσκοπο της Πίζα. Οι Πιζανοί την απελευθέρωσαν από τους Σαρακηνούς. Όμως, πολύ γρήγορα Πιζανοί και Γενοβέζοι ήρθαν σε σύγκρουση για την κατοχή της Κ., ώσπου, μετά τη μάχη της Μελόρια (1284), υπερίσχυσε η Γένοβα. Ο Ιάκωβος Β’ της Αραγονίας, επωφελούμενος από την ανάρρηση του Βονιφάτιου Η’, προσπάθησε να την αποσπάσει από τους Γενοβέζους, χωρίς ωστόσο να το καταφέρει, εξαιτίας της αντίστασης των αντιπάλων του και των τοπικών εξεγέρσεων. Τον 14o αι. η διοίκηση σχεδόν ολόκληρης της Κ. περιήλθε στη γενοβέζικη Τράπεζα του Σαν Τζόρτζιο, στην οποία την παραχώρησε η Γένοβα.
Οι εσωτερικοί όμως αγώνες και οι επαναστάσεις δεν σταμάτησαν ποτέ. Στις αρχές του 1729 ξέσπασε πραγματικός πόλεμος μεταξύ Κορσικανών και Γενοβέζων. Ένας από τους αρχηγούς του νησιού, ο Γερμανός τυχοδιώκτης Τεόντορο ντι Νόιχοφ, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Κ. (1736-41). Οι Κορσικανοί προσέφεραν το στέμμα του νησιού και στον οίκο της Σαβοΐας, ο οποίος όμως δεν ήταν σε θέση να το αποδεχτεί. Τελικά, το 1768, οι Γενοβέζοι, ανίκανοι να καταστείλουν τις συνεχείς εξεγέρσεις, παραχώρησαν την Κ. στους Γάλλους (που και άλλες φορές είχαν επέμβει στρατιωτικά), οι οποίοι, μετά την ήττα των τελευταίων αγωνιστών της κορσικανικής ανεξαρτησίας υπό την ηγεσία του Πασκουάλε Πάολι, στο Ποντενουόβο (1769), επέβαλαν την κυριαρχία τους.
Η Κ. κυριεύθηκε δύο φορές από τους Άγγλους, κατά τους πολέμους της Γαλλικής επανάστασης (1794-96) και κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους (1814-15). Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το νησί κατέλαβαν ιταλογερμανικές δυνάμεις, οι οποίες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν το 1943, έπειτα από εξέγερση του πληθυσμού. Το 1958 η Κ. κατελήφθη από ομάδα δεξιών στασιαστών, οι οποίοι υποστήριζαν την εξέγερση των Γάλλων αποίκων στην Αλγερία. Το κίνημα για την ανεξαρτησία της Κ. αναζωπυρώθηκε κατά τη δεκαετία του 1970, περίοδο κατά την οποία έκαναν την εμφάνισή τους ριζοσπαστικές τρομοκρατικές ομάδες, οι οποίες προέβησαν σε σειρά βομβιστικών επιθέσεων. Υπό την πίεση αυτή, το γαλλικό κοινοβούλιο αποφάσισε τη δημιουργία της Περιφερειακής Κορσικανικής Συνέλευσης, που αποτελείται από 51 εκλεγμένα μέλη, προκειμένου να δώσει στην Κ. μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας.
Οι αυτονομιστές κήρυξαν εκεχειρία το 1999. Ωστόσο, οι σποραδικές εκδηλώσεις βίας συνεχίστηκαν. Τον Δεκέμβριο του 2001 το κοινοβούλιο της Γαλλίας ψήφισε ένα νομοσχέδιο με διατάξεις οι οποίες παραχωρούσαν περιορισμένη αυτονομία στο νησί. Σε αυτές προβλεπόταν η εκχώρηση ρυθμιστικών εξουσιών και η εισαγωγή περιορισμένων νομοθετικών εξουσιών (από το 2004). Η εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού σχεδίου εξαρτάται από την απόφαση του Γαλλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην κρίση του οποίου έθεσαν το νομοσχέδιο οι δύο πλευρές.
Η πλατεία του δημαρχείου στην Μπαστιά της Κορσικής.
Φελλός για εξαγωγή από την Κορσική.
Ορεινό τοπίο της Κορσικής.
Μερική άποψη του Μπονιφάτσιο της Κορσικής.
Dictionary of Greek. 2013.